άπλεκτος

άπλεκτος
η , ο [ος , ον ] см. άπλεχτος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "άπλεκτος" в других словарях:

  • ἄπλεκτος — unplaited masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπλεκτον — ἄπλεκτος unplaited masc/fem acc sg ἄπλεκτος unplaited neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλέκτοισι — ἄπλεκτος unplaited masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπλέκτων — ἄπλεκτος unplaited masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄπλεκτα — ἄπλεκτος unplaited neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άπλεχτος — η, ο (AM ἄπλεκτος, ον) αυτός που δεν έχει πλεχθεί, άπλοκος …   Dictionary of Greek

  • αναλυτός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος 2. ο άπλεκτος 3. ο αραιά υφασμένος 4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος 5. ο νερουλός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω. ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο τού γένους Ευγένιο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»